ἱματισμοῦ

ἱματισμοῦ
ἱματισμός
clothing
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαντάκα — η δέμα με είδη ιματισμού, μπόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του ουσ. βαντάκι] …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • μαντάρισμα — το [μαντάρω] η επιδιόρθωση φθαρμένων ειδών ιματισμού με κλωστή και κυρίως η αντικατάσταση φθαρμένων νημάτων με νέα νήματα …   Dictionary of Greek

  • μαντάρω — επιδιορθώνω φθαρμένα είδη ιματισμού με κλωστή, όχι ράβοντας αλλά πλέκοντας τις σχισμές και τις οπές, ώστε να μη διακρίνεται εύκολα η επιδιόρθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mendare «επανορθώνω, επιδιορθώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ρουχικό — το, Ν [ρούχο] στον πληθ. τα ρουχικά το σύνολο τού ιματισμού, ο ρουχισμός …   Dictionary of Greek

  • σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… …   Dictionary of Greek

  • σακκούδιον — τὸ, Α στον πληθ. τὰ σακκούδια είδη χρυσοχοΐας ή είδη τού γυναικείου ιματισμού και καλλωπισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού σάκκος σχηματισμένο κατά το λινούδιον (< λίνον)] …   Dictionary of Greek

  • σούκρε — Πόλη της Βολιβίας στον ομώνυμο νομό, «νομική» πρωτεύουσα του κράτους (Η Λα Παζ είναι διοικητική), 400 χλμ. ΝΑ της Λα Παζ σε υψόμετρο 2.700 πάνω στην Κορδιλιέρα των Άνδεων (88.774 κάτ.). Είναι σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, με παραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • στολάρχης — ὁ, ΜΑ ο αρχηγός τού στόλου αρχ. πιθ. ελεγκτής τού ιματισμού, τών στολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + άρχης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”